- ἐπιφροσύνη
- ἐπι-φροσύνη: thoughtfulness, sagacity; pl. ἀνελέσθαι, assume discretion, Od. 19.22. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη … Dictionary of Greek
ἐπιφροσύνη — thoughtfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνῃ — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύναις — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύναισι — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνην — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνης — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνῃσι — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνῃσιν — ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφροσύνας — ἐπιφροσύνᾱς , ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem acc pl ἐπιφροσύνᾱς , ἐπιφροσύνη thoughtfulness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)